- στεγνωτήρας
- ο, Νιατρ. λεπτό φύλλο από ελαστικό κόμμι που απομονώνει τα δόντια στα οποία γίνεται θεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνώνω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. οδοστρω-τήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
πιστολάκι — το [πιστόλι] 1. μικρό πιστόλι 2. φορητός στεγνωτήρας μαλλιών σε σχήμα πιστολιού … Dictionary of Greek
στεγνωτήρι(ο) — το, Ν 1. συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται στέγνωμα 2. τμήμα εργοστασίου ή εργαστήριο για το στέγνωμα νημάτων, υφασμάτων ή ενδυμάτων 3. ξύλινη σχάρα ή ύφασμα για την ξήρανση τών σταφυλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνωτήρας. Η λ., στον πληθ. στεγνωτήρια … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
ξηραντήρας — ξηραντήρας, ο και ξηραντήριο, το συσκευή ή εγκατάσταση όπου ξεραίνονται, στεγνώνουν διάφορες ουσίες, αλλ. στεγνωτήρας ή στεγνωτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)